- χιονοβόλημα
- το, Νχιονοβολή.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιονοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην ερημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιονοβόλημα — το, ατος 1. χιόνισμα 2. χιονοπόλεμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)